ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραβδί (ουσ. ουδ.) ραβδί [rav'ði] Μαλακ. ραβντί [rav'di] Σινασσ., Φάρασ. ραβτζ̑ί [rav'dʒi] Τελμ. ραβζ̑ί [ravˈʒi] Αραβαν. Γεν. Εν. ραβντού [rav'du] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. ῥαβδίον (υποκορ. του αρχ. ῥάβδος).
Ραβδί, βέργα ό.π.τ. : Μαναχό πε τα σο βαβά μ', ας με ποίκ' ένα ντεμιριώνας ραβτζ̑ί (μόνο πες στον πατέρα μου, να μου φτιάξει ένα σιδερένιο ραβδί) Τελμ. -Dawk. Πήρεν ντο ραβντί (πήρε το ραβδί) Φάρασ. -Dawk. Ο τσοπάνος κρατείνκε το ραβδί του (Ο τσοπάνης κρατούσε το ραβδί του) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σεις μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνέντα μου (Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = Ματθ. 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με) Φάρασ. -Lag. Σεις μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα γνέντα μου (Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = Ματθ. 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με) Φάρασ. -Lag. || Παροιμ. Ηύρες χωρίος θεχούς στσ̑υλού τσ̑αί 'νεγκώθεις θεχούς ραβντού (Βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί˙ κάνεις ό,τι θέλεις, αφού κανένας δε σε φοβίζει για να σταματήσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το 'ίδι, σαμού 'υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου όμbασ̑η το ραβντί (Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη το ραβδί˙ πας γυρεύοντας να βρεις τον μπελά σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αντϊές το στσ̑υλί, έπαρ' το ραβντί σα σ̑έρε σου (Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου˙ όταν σκεφτόμαστε και μελετάμε κάποιον και παρουσιάζεται μπροστά μας ξαφνικά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ιλύδι :1, τσιρπί :1