ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραζής (επίθ.) ραζής [raˈzis] Αραβαν., Φάρασ. Θηλ. ραζίσσα [raˈzisa] Φάρασ. ραζί [raˈzi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. razı = σύμφωνος. Η λ. ως επών. ήδη νεότ. Για την σύνταξη της λ. πβ. τουρκ. razı olmak = γίνομαι σύμφωνος (Αναστασιάδης 1976: 293).
Σύμφωνος ό.π.τ. : ’ίνουμαι ραζής (Γίνομαι σύμφωνος, συμφωνώ, συγκατανεύω) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Νίσ̑κουμαι ραζής (συμφωνώ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. γαΐλης