ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρακί (ουσ. ουδ.) ρακί [raˈci] Σινασσ. ραχί [raˈçi] Φάρασ. ρακού [raˈku] Σίλ., Φερτάκ. ιρακι̂́ [iraˈkɯ] Μαλακ., Τελμ. ιραqι̂́ [iraˈqɯ] Φλογ. ιραχ̇ί [iraˈxɯ] Δίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. ιραχι̂́ [iraˈxɯ] Αξ., Τροχ. ιραχι̂́ς [iraˈxɯs] Φάρασ. γιραχι̂́ [ʝiraˈxɯ] Μισθ. ιραχού [iraˈxu] Τροχ. γιρακού [ʝiraˈku] Μισθ. γιραχού [ʝiraˈku] Μισθ. Πληθ. ρακίδια [raʹciðʝa] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ρακί, το οπ. από το τουρκ. ουσ. rakı (< αραβ. araḳī), όπου και διαλεκτ. τύπ. ırakı και ırahı.
Ρακί ό.π.τ. : Ναίκα δίν' ντο κρασ̑ί και ιραχί (Η γυναίκα τού δίνει κρασί και ρακί) Φλογ. -Dawk. Έθητσ̑ινι το βιόνι τσ̑αι την κωστή 'πέσου σο ιραχί (Έβαλε το βελόνι και την κλωστή μέσα στο ρακί (ενν. για απολύμανση)) Φάρασ. -VLACH Δώκαν τα σε μένα και πήγαν να αγοράσουν ντουζένια, κριάτα, απίδια, μήλα, κρασά, ιρακίδια (Τα έδωσαν σε μένα και πήγαν να αγοράσουν πράγματα, κρέατα, αχλάδια, μήλα, κρασιά, ρακί) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ογώ θυμούμι δου ντου Αχανάσ̑' για'ί ταύρανι λίου περ'σσό γιραχι̂́ (Eγώ τον θυμάμαι τον Θανάση γιατί τράβαγε, δηλ. έπινε, λίγο περισσότερο ρακί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Του ρακιδιού το σπίτ' (Χώρος για το ρακί) Σινασσ. -Βλασ. Bάνκαμε μιά πλάστρα από βότανα, αβγό, λιβάνι, μαστίχα και ραχί να ποίτσει μαχτσ̑ούμι (Βάζαμε ένα έμπλατρο από βότανα, αβγό, λιβάνι, μαστίχα και ρακί για να κάνει παιδί) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ο παπάς γύριζε σ̑α σπίτια να αέσει και του δίνκανε λεφτά και ραχί (Ο παπάς γύριζε στα σπίτια να αγιάσει και του δίνανε λεφτά και ρακί) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Πηάιξαν ένα μπουκάλ' γιρακού, γίνιξαν εσέ, κούρτανι μιά, γίνιξίν του εσένα, παίνιξις 'ς τ' άλλου ντου σπίτ' ·πάλ το ίδιο, «Καλούμ' σι σου γάμους»· μι 'ου γιρακού κάλειναν (Πήγαιναν ένα μπουκάλι ρακί, σου έδιναν εσένα, κατάπινε μιά γουλιά, το έδινε σ' εσένα, πήγαινες στο άλλο το σπίτι· πάλι το ίδιο, «Σε καλούμε στον γάμο»· με το ρακί καλούσαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Καζάνι γούρτειναμ’, βγάνισκαμ’ ρακού, πούλειναμ' (Στήναμε καζάνι, βγάζαμε ρακί, το πουλάγαμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.