ράντισμα
(ουσ. ουδ.)
ράνdι̂σμα
[ˈrandɯzma]
Αξ.
ράντσισμα
[ˈrantsizma]
Γούρδ.
ράνdζ̑ισμα
[ˈradʒizma]
Αραβαν.
ράντημα
[ˈradima]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ῥάντισμα.
1. Ψέκασμα
ό.π.τ.
3. Διάλυση
Φάρασ.