ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραφίδι (ουσ. ουδ.) ραφίδι [raˈfiði] Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ. ραφίδ' [raˈfið] Ανακ. ραφί [raʹfi] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. ραφίδιον = βελόνα, υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥαφίς. Η σημασιολ. εξέλιξη συνεκδοχ. Η λ. Πόντ. με τις ίδιες σημ. Πβ. και ραφία = κομμάτι κλωστής από ξήλωμα ραφής Απουλ.
1. Kλωστή, νήμα Ανακ., Μισθ. Συνών. ράμμα
2. Κουβάρι, τριχιά ό.π.τ. : || Παροιμ. Το ζουνάρι μας ποίτσ̑εν ντα 'σ' το ραφίδι (το ζωνάρι μας το έκανε από τριχιά˙ όταν μία διοίκηση εξαθλίωνε οικονομικά τους πολίτες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Κορδόνι από νήμα Φάρασ.
γ. Σπάγγος Φάρασ. : Μο το κουτζ̑έρι παγαίνgαν σην παρακαμίνα τσ̑αι κρεμάσκαν το κουτζ̑έρι μο το ραφίδι (Με το τσιγκέλι πήγαιναν στην καπνοδόχο και κρέμαγαν το άγκιστρο με τον σπάγγο ) Φάρασ. -Ιορδαν.