ραφίδι
(ουσ. ουδ.)
ραφίδι
[raˈfiði]
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ.
ραφίδ'
[raˈfið]
Ανακ.
ραφί
[raʹfi]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ραφίδιον = βελόνα, υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥαφίς. Η σημασιολ. εξέλιξη συνεκδοχ. Η λ. Πόντ. με τις ίδιες σημ. Πβ. και ραφία = κομμάτι κλωστής από ξήλωμα ραφής Απουλ.
2. Κουβάρι, τριχιά
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το ζουνάρι μας ποίτσ̑εν ντα 'σ' το ραφίδι
(το ζωνάρι μας το έκανε από τριχιά˙ όταν μία διοίκηση εξαθλίωνε οικονομικά τους πολίτες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Κορδόνι από νήμα
Φάρασ.
γ.
Σπάγγος
Φάρασ.
:
Μο το κουτζ̑έρι παγαίνgαν σην παρακαμίνα τσ̑αι κρεμάσκαν το κουτζ̑έρι μο το ραφίδι
(Με το τσιγκέλι πήγαιναν στην καπνοδόχο και κρέμαγαν το άγκιστρο με τον σπάγγο
)
Φάρασ.
-Ιορδαν.