ραχβάνι
(ουσ.)
ραχβάν
[raxˈvan]
Σινασσ.
ραφχάνια
[rafˈxaɲa]
Σίλ.
γιραφάν
[ʝiraˈfan]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. rahvan, όπου και διαλεκτ. τύπ. ırahvan = α) πλαγιοτροχασμός, πλαγιοδιποδισμός αλόγου β) άλογο που τριποδίζει με πλαγιοτροχασμό. Η λ. με τους τύπ. ραβάνι, αραβάνι σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Πλαγιοτροχασμός αλόγου
ό.π.τ.
:
Αυτός άρτουπους κατλεύει τ’ χαϊβάνι, ούλου παγαίνει ραφχάνια
(Αυτός ο άνθρωπος καβαλλικεύει το άλογο, όλο πηγαίνει με πλαγιοτροχασμό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Kατ' επέκτ., άλογο που ξέρει να κινείται με πλαγιοτροχασμό, ποιοτικό άλογο
Μισθ.
:
Σου μπαζάρ' ράν'σα 'να γιραφάν, εbέ τι γιραφάν!
(Στο παζάρι είδα ένα γρήγορο άλογο, μα τι άλογο!)
Μισθ.
-Φατ.