ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχβάνι (ουσ.) ραχβάν [raxˈvan] Σινασσ. ραφχάνια [rafˈxaɲa] Σίλ. γιραφάν [ʝiraˈfan] Μισθ. Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. rahvan, όπου και διαλεκτ. τύπ. ırahvan = α) πλαγιοτροχασμός, πλαγιοδιποδισμός αλόγου β) άλογο που τριποδίζει με πλαγιοτροχασμό. Η λ. με τους τύπ. ραβάνι, αραβάνι σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Πλαγιοτροχασμός αλόγου ό.π.τ. : Αυτός άρτουπους κατλεύει τ’ χαϊβάνι, ούλου παγαίνει ραφχάνια (Αυτός ο άνθρωπος καβαλλικεύει το άλογο, όλο πηγαίνει με πλαγιοτροχασμό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Kατ' επέκτ., άλογο που ξέρει να κινείται με πλαγιοτροχασμό, ποιοτικό άλογο Μισθ. : Σου μπαζάρ' ράν'σα 'να γιραφάν, εbέ τι γιραφάν! (Στο παζάρι είδα ένα γρήγορο άλογο, μα τι άλογο!) Μισθ. -Φατ.