ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχάτια (επίρρ.) ιραχάτια [iraˈxatʝa] Μαλακ. γιραχάτια [ʝiraˈxatça] Μισθ. ιρεχάτε [ireˈxate] Φάρασ. ιραχάτι [iraˈxati] Φάρασ. ιρεχάτι [ireˈxati] Φάρασ. ιραχάτ͑ε [iraˈxatʰe] Φάρασ. ραχάτ͑ε [raˈxatʰe] Φάρασ. ιραχα̈́τ͑α [iraˈxætʰα] Αφσάρ., Τσουχούρ. ραχα̈́τ͑α [raˈxætʰα] Αφσάρ. ραχάτσα [raˈxatsa] Σίλ. Από το ουσ. ραχάτι, όπου και τύπ. ιραχάτ, και το παραγωγ. επίθμ..
1. Ήσυχα ό.π.τ. : Ιστάσου σον τόπου σου ιραχάτα (Κάτσε ήσυχα στον τόπο σου) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. O Toύρκος τα μη φα του Ρωμού τα κάκε, ιρεχάτε τζ̑ο στήκνεται (Ο Τούρκος αν δεν φάει του Ρωμιού τα σκατά, ήσυχα δεν κάθεται˙ Για την επιμονή των Τούρκων να κυνηγούν τους Ρωμιούς στα δικαστήρια για να τους πάρουν την περιουσία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ήμερα
2. Άνετα, αναπαυτικά ό.π.τ. : Ραχάτσα κάτσι (Έκατσε με την ησυχία του, στρογγυλοκάθησε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πβ. αϊνάς