ραχάτια
(επίρρ.)
ιραχάτια
[iraˈxatʝa]
Μαλακ.
γιραχάτια
[ʝiraˈxatça]
Μισθ.
ιρεχάτε
[ireˈxate]
Φάρασ.
ιραχάτι
[iraˈxati]
Φάρασ.
ιρεχάτι
[ireˈxati]
Φάρασ.
ιραχάτ͑ε
[iraˈxatʰe]
Φάρασ.
ραχάτ͑ε
[raˈxatʰe]
Φάρασ.
ιραχα̈́τ͑α
[iraˈxætʰα]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ραχα̈́τ͑α
[raˈxætʰα]
Αφσάρ.
ραχάτσα
[raˈxatsa]
Σίλ.
Από το ουσ. ραχάτι, όπου και τύπ. ιραχάτ, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Ήσυχα
ό.π.τ.
:
Ιστάσου σον τόπου σου ιραχάτα
(Κάτσε ήσυχα στον τόπο σου)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
O Toύρκος τα μη φα του Ρωμού τα κάκε, ιρεχάτε τζ̑ο στήκνεται
(Ο Τούρκος αν δεν φάει του Ρωμιού τα σκατά, ήσυχα δεν κάθεται˙ Για την επιμονή των Τούρκων να κυνηγούν τους Ρωμιούς στα δικαστήρια για να τους πάρουν την περιουσία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ήμερα
2. Άνετα, αναπαυτικά
ό.π.τ.
:
Ραχάτσα κάτσι
(Έκατσε με την ησυχία του, στρογγυλοκάθησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πβ.
αϊνάς