ράχη
(ουσ.)
ράσ̑η
[ˈraʃi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
ράσ̑'
[raʃ]
Ποτάμ.
ράη
[ˈrai]
Μισθ.
ρέσ̑η
[ˈreʃi]
Ανακ.
ρέχη
[ˈreçi]
Αραβαν., Γούρδ.
ρέχ̑
[reç]
Αραβαν.
ρέγη
[ˈreʝi]
Αξ.
τράχη
['traçi]
Μισθ.
τράη
['trai]
Μισθ.
ντράσ̑η
[ˈdraʃi]
Φάρασ.
ντρέσ̑'
[dreʃ]
Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
τρέσ̑'
[treʃ]
Σίλατ., Φλογ.
τρέγ’
[treʝ]
Αξ.
τρέη
[ˈtrei]
Φερτάκ.
στράσ̑'
[straʃ]
Μαλακ.
στρέη
['strei]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Γεν. Εν.
ρεχιού
[reˈçu]
Αραβαν.
Πληθ.
ρέχια
[ˈreça]
Αραβαν.
τρέσ̑α
['treʃa]
Σίλατ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ράχη < αρχ. ῥάχις. Οι τύπ. με αρκτ. τ-, ντ-, δ- λόγω συνεκφοράς με το οριστ. άρθρ. Οι τύπ. με αρκτ. σ- λόγω συνεκφοράς με την πρόθ. εις. Η τροπή [a] > [e] οφείλεται στην επίδρ. του ακόλουθου [i], για την οπ. βλ. Dawkins (1916: 65), και πβ. δισάκκι > σέκκ', λιθάρι > λιθέρ' κ.α.
1. Ράχη, πλάτη
ό.π.τ.
:
Οβόπουρμα έρκαντα κοφίνι πήρα τα τση ράσ̑η μου
(Νωρίς το πρωί πήρα το κοφίνι στη ράχη μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έγδαρεν ο νομάτ' το τζαναβάρι, πήριν το πόστι, δέβασέν τα ση ράσ̑η του
(΄Εγδαρε ο άνθρωπος το θηρίο, πήρε το δέρμα του, το πέρασε στη ράχη του)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Πονώ τη ράσ̑η μου
(Πονάει η πλάτη μου)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ντο στρέη μ' σι̂λαdά
(η ράχη μου πονάει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γύρσε το ρέχη τ'
(γύρισε τη ράχη του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έλα ντο στρέη μ' ας σε παάσω
(Έλα στη ράχη μου να σε πάω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γιόμωναν νύφης το λαγήν' και δίνισ̑καν το σο τρέσ̑ι τ'
(Γέμιζαν το λαγήνι της νύφης, και της το έδιναν στη ράχη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ασ' το ποτάμ' με το λογήν' στο ρεχή μ' κουβαλώ νερό και ποτσώ τα ορνίχια
(από το ποτάμι με τη λαγήνα στη ράχη κουβαλώ νερό και ποτίζω τις όρνιθες)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Φάισεν ντο παιδιού σο τρέσ̑'
(Χτύπησε την πλάτη του παιδιού)
Σίλατ.
-Dawk.
Φάϊσιν ντου ’ς τράχη
(τον χτύπησε στην πλάτη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρουίσ̑καμ’ ντου τ’ ράη τ’
(Την χτυπούσαμε στη ράχη της (ενν. της επιτόκου))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κρούιξαμ' λίου σου τράχη τ' απάν'
(Βαρούσαμε λίγο πάνω στην ράχη του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'τουν τσ̑όουσι φσ̑άχ, φόρτουνα σι ’ς τράχη μ' απάν΄
(Όταν ήσουν μικρός, σε φόρτωνα στη ράχη μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ξύσι λίου τράχη μ'
(Ξύσε λίγο την πλάτη μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ντώκα τσ̑η ράσ̑η μ' απάνω
(Έπεσα πάνω στη ράχη μου˙ Έπεσα ανάσκελα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Πούρμι να με ντώκεις ένα ογιΰσ̑, φόρτωσες το γουσ̑άκλου σο ρέχη μ'
(πριν να μου δώσεις μία συμβουλή, φόρτωσες το πιθάρι στην πλάτη μου˙ όταν για ένα μικρό καλό που μας κάνει κάποιος, μας ζητάει πολλά περισσότερα ως αντάλλαγμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αρκάς
β.
Κορμί
Σίλ.
2. Πλαγιά βουνού
Μισθ., Σινασσ.
:
Βουνιού τράχι
(πλαγιά βουνού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαμάτς, γιάνι, κάχι, μπουλάι
3. Φόρτωμα
Φάρασ.
:
Α ράσ̑η κοτσ̑ί
(ένα φόρτωμα σιτάρι)
Φάρασ.
-Ανδρ.