ραχατλίκι
(ουσ. ουδ.)
ιραχατ͑λίχ̇ι
[iraxaˈtʰlixi]
Αφσάρ.
ραχατλίχι
[raxatˈliçi]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. rahatlık = ηρεμία, ραστώνη.
Ηρεμία, απραξία
ό.π.τ.
:
Τσίχλα ήμηστι σα έργατα· πού ήτουνι το ραχατλίχι;
(Όλοι ήμασταν στις δουλειές· πού ήτανε η ανάπαυση και η σχόλη;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
ησυχάδα, σερμπεσλίκι :2, Αντίθ
πατιρτούς
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025