ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχατλίκι (ουσ. ουδ.) ιραχατ͑λίχ̇ι [iraxaˈtʰlixi] Αφσάρ. ραχατλίχι [raxatˈliçi] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. rahatlık = ηρεμία, ραστώνη.
Ηρεμία, απραξία ό.π.τ. : Τσίχλα ήμηστι σα έργατα· πού ήτουνι το ραχατλίχι; (Όλοι ήμασταν στις δουλειές· πού ήτανε η ανάπαυση και η σχόλη;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ησυχάδα, σερμπεσλίκι :2, Αντίθ πατιρτούς
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025