ραχατλίκι
(ουσ. ουδ.)
ιραχατλίχ̇ι
[iraxaˈtlɯxɯ]
Φάρασ.
ραχατλίχι
[raxatˈliçi]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. rahatlık.
Ηρεμία, απραξία
ό.π.τ.
:
Τσίχλα ήμηστι σα έργατα· πού ήτουνι το ραχατλίχι;
(Όλοι ήμασταν στις δουλειές· πού ήτανε η ανάπαυση και η σχόλη;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
γιορτή :2