ρεβίθι
(ουσ. ουδ.)
ριβίθι
[riˈviθi]
Τσουχούρ.
ριβίθ'
[riˈviθ]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
ρ'βίθι
[ˈrviθi]
Φάρασ.
ροβίθι
[roˈviθi]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
ροβίθ'
[roˈviθ]
Ανακ., Σινασσ., Τροχ.
ριφίδ'
[riˈfið]
Φλογ.
ριφίγ̑'
[riˈfiʝ]
Ουλαγ.
ριβίγ̑
[riˈviʝ]
Αξ.
ριβίι
[riˈvii]
Μισθ.
οβρίσι
[oˈvrisi]
Σίλ.
λιβίρ
[liˈvir]
Αραβαν.
λιφίρ
[liˈfir]
Αραβαν., Γούρδ.
Γεν. Εν.
ριβιγιού
[riviˈʝu]
Αξ.
Πληθ.
ρεβίθια
[reˈviθʝa]
Ανακ.
ρεβίγια
[reˈviʝa]
Αξ.
ριβίδια
[riˈviðʝa]
Μαλακ.
ριβίγια
[riˈviʝa]
Αξ.
ριβία
[riˈvia]
Μισθ.
ριφίγια
[riˈfiʝa]
Ουλαγ.
ριφία
[riˈfia]
Ουλαγ.
ορβίσια
[orˈvisça]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. ρεβίθι (όπου και τύπ. ροβίθιν), το οπ. από το μεταγν. ἐρεβίνθιον (υποκορ. του αρχ. ἐρέβινθος) με αποβ. του αρκτ. άτονου [e] και απλοπ. του συμφωνικού σύμπλ. [nθ] > [θ]. Ο τύπ. ριφίδ' με μετάθεση ηχηρότ. Ο τύπ. οβρίσι με μετάθ. του [r].
Ρεβίθι
ό.π.τ.
:
Xέκα να τιάντσιαρα ριβίγια
(έβαλα μία κατσαρόλα ρεβίθια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γενν'μάτ' ή ριβιγιού αλκούγια
(σιταριού ή ρεβιθιού στραγάλια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασ' Σάββατος αργακική φσάισ̑καν ένα βόιτ' και νύχτα ως ζαμπάχναν ψ̇ήνισ̑καν με τα ριφίδια και με τα πάτατες
(Από το Σάββατο το βράδυ έσφαζαν ένα βόδι και όλη τη νύχτα ως το πρωί το έψηναν με τα ρεβίδια και με τις πατάτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τι να ιδεί! Το ριβίθ' κονωμένο στην αυλή κι ο κοκινιός με τα ορνίθια τικ τικ τικ κοκκολόγαιναν το ριβίθ'
(Τι να δει! Το ρεβίθι χυμένο στην αυλή και ο κόκκορας με τις κότες τικ τικ τικ κοκκολογούσαν το ρεβίθι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ως αργά να βράσουν τα λιφίρια, πάλ' δεν ψήνουνdαι
(Ακόμα κι αν βράσουν ως το βράδυ τα ρεβίθια, πάλι δεν μαγειρεύονται)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
νοχούτι