ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρεσπερλίκι (ουσ. ουδ.) ιρεσπερλι̂́ [iresperˈlɯ] Τροχ. ρεσ̑περλι̂́χ' [reʃperˈlɯx] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. rençberlik = το να εργάζεται κάποιος ως αγρότης, όπου και διαλεκτ. τύπ. ileşberli(k).
Το να κάνει κάποιος αγροτικές εργασίες, το να δουλεύει ως αγρότης : Τι όργο σ̑άνω; Ιρεσπερλι̂́, λίγα σ̑εφταλούϊα (Τι δουλειά κάνω; Ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες, (καλλιεργώ) λίγα ροδάκινα.) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555