ριγζ
(ουσ. ουδ.)
ριγζ
[rɯγz]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. örek = κοπάδι αδέσποτων ζώων (αλόγων, γαϊδουριών) (Tietze 2018: örü II).
Αδέσποτο ζώο