ρετσέτα
(ουσ. θηλ.)
ρετσέτα
[reˈtseta]
Μαλακ.
Από το βεν. ουσ. receta/ riceta (πβ. και ιταλ. ricetta), μέσω του τουρκ. ουσ. reçete/ reçeta (βλ. Eren 1999: λ. reçeta).
Συνταγή