ρετσέτα
(ουσ. θηλ.)
ρετσέτα
[reˈtseta]
Μαλακ.
Πληθ.
ρετσέτις
[reˈtsetis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. reçeta = συνταγή (βλ. Eren 1999: λ. reçeta).
Συνταγή
Τροποποιήθηκε: 21/09/2025