ρένγκι
(ουσ. ουδ.)
ρένgι
[ˈreŋɟi]
Σίλ., Φάρασ.
ρένg'
[ˈreŋg]
Αξ.
ρένκι
[ˈrenci ]
Σίλατ., Φάρασ.
ρένκ'
[renk]
Μαλακ., Φλογ.
ιρενgί
[ireŋˈɟi]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. ρέγκι (Mackridge 2021: 49), το οπ. από το τουρκ. ουσ. renk = χρώμα. Η φρ. καϊφέ ιρενgί κατά το τουρκ. ουσ. kahverengi = το χρώμα του καφέ
Πβ.
καφερένγκι
Χρώμα
ό.π.τ.
:
Τονανού το ρένκ' κειόταν ποζαράχ και τ' αλλονού μαύρο
(Του ενός το χρώμα ήταν γκρίζο και του αλλουνού μαύρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ανοιχτά τα ρένgια αγαπώ τα
(Αγαπώ τα ανοιχτά χρώματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Το ρένκι τ' μοιάζει σαν το πανί
(Το χρώμα του μοιάζει με πανί, άσπρισε)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Kαϊφέ ιρενgί
(Καφέ χρώμα)
Φλογ., Αξ.
-ΚΜΣ-ΚΠ189α
Συνών.
γεσίλι