ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρένγκι (ουσ. ουδ.) ρένgι [ˈreŋɟi] Σίλ., Φάρασ. ρένg' [ˈreŋg] Αξ. ρένκι [ˈrenci ] Σίλατ., Φάρασ. ρένκ' [renk] Μαλακ., Φλογ. ιρενgί [ireŋˈɟi] Φλογ. Νεότ. ουσ. ρέγκι (Mackridge 2021: 49), το οπ. από το τουρκ. ουσ. renk = χρώμα. Η φρ. καϊφέ ιρενgί κατά το τουρκ. ουσ. kahverengi = το χρώμα του καφέ Πβ. καφερένγκι
Χρώμα ό.π.τ. : Τονανού το ρένκ' κειόταν ποζαράχ και τ' αλλονού μαύρο (Του ενός το χρώμα ήταν γκρίζο και του αλλουνού μαύρο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ανοιχτά τα ρένgια αγαπώ τα (Αγαπώ τα ανοιχτά χρώματα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Το ρένκι τ' μοιάζει σαν το πανί (Το χρώμα του μοιάζει με πανί, άσπρισε) Σίλατ. -Χωλόπ. Kαϊφέ ιρενgί (Καφέ χρώμα) Φλογ., Αξ. -ΚΜΣ-ΚΠ189α Συνών. γεσίλι