καφερένγκι
(ουσ.)
γαϊφα̈ρα̈́νgι
[ɣaifæˈræŋɟi]
Μισθ.
Από το τουρκ. kahverengi = το χρώμα του καφέ, το καφετί, με επίδρ. του τύπ. γαϊφέ.
Το καφέ χρώμα
:
Ντου πρόγαdου τ' τσ̑είdι γαϊφα̈ρα̈́νgι
(Το πρόβατό του είναι καφέ)
Μισθ.
-Φατ.