κάφτημα
(ουσ. ουδ.)
κάφτημα
[ˈkaftima]
Ουλαγ.
Από το ρ. καίω, όπου και τύπ. κάφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -(η)μα.
1. H ενέργεια και το αποτέλεσμα του καίω, κάψιμο
:
Ούτσ̑α γκαι κάφτημα νίσκεται μι;
(Γίνεται τέτοιο κάψιμο;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Πυρετός
:
Φσ̑αγιού ντο κάφτημα ντε πέρνασε
(Ο πυρετός του παιδιού δεν πέρασε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
εστία, ήψιμο :2, κάψιμο, ζέστη
Συνών.
άφτημα