ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάφτημα (ουσ. ουδ.) κάφτημα [ˈkaftima] Ουλαγ. Από το ρ. καίω, όπου και τύπ. κάφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -(η)μα.
1. H ενέργεια και το αποτέλεσμα του καίω, κάψιμο : Ούτσ̑α γκαι κάφτημα νίσκεται μι; (Γίνεται τέτοιο κάψιμο;) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Πυρετός : Φσ̑αγιού ντο κάφτημα ντε πέρνασε (Ο πυρετός του παιδιού δεν πέρασε) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. εστία, ήψιμο :2, κάψιμο, ζέστη
Συνών. άφτημα