ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυχησιάρης (επίθ.) καυκησάρης [kafciˈsaris] Σινασσ. καυσ̑άρης [kafˈʃaris] Σίλ. Ουδ. καυχησάρι [kafçiˈsari] Σινασσ. Mεσν. επίθ. καυχησιάρης. Ο τύπ. καυκησάρης νεότ.
Καυχησιάρης ό.π.τ. : || Φρ. Καυχησάρι μ' άλογο ψωριάρι μ' γαϊδούρ' (Καυχησιάρικο μου άλογο, ψωριάρικό μου γαϊδούρι˙ γι' αυτούς που, αν και ανίκανοι, υπερηφανεύονται) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κιμπιρλού :2