καυχησιάρης
(επίθ.)
καυκησάρης
[kafciˈsaris]
Σινασσ.
καυσ̑άρης
[kafˈʃaris]
Σίλ.
Ουδ.
καυχησάρι
[kafçiˈsari]
Σινασσ.
Mεσν. επίθ. καυχησιάρης. Ο τύπ. καυκησάρης νεότ.
Καυχησιάρης
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Καυχησάρι μ' άλογο ψωριάρι μ' γαϊδούρ'
(Καυχησιάρικο μου άλογο, ψωριάρικό μου γαϊδούρι˙ γι' αυτούς που, αν και ανίκανοι, υπερηφανεύονται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κιμπιρλού :2