καυλώνω
(ρ.)
καυλώνω
[kaˈvlono]
Σινασσ.
Μτχ.
καυλωμένος
[kavloˈmenos]
Σινασσ.
Aπό το ουσ. καυλός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Η μτχ. καυλωμένος νεότ.
Αισθάνομαι ερωτική έξαψη.
Συνών.
καπριανίσκω