κατωλάκκι
(ουσ. ουδ.)
κατωλάκκ'
[katoˈlak]
Φλογ.
κατουλάκκ’
[katuˈlac]
Μαλακ.
Πληθ.
κατουλάκκια
[katuˈlaca]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. κατάλακκον και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι, με επίδρ. του επιρρ. κάτω.
Μικρή δεξαμενή ή γούρνα νερού
Μαλακ.
:
Γιόμωσ' ένα κατωλάκκ' νερό
(Γέμισε μιά γούρνα με νερό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Μ' ένα κατωλάκκ' νερό δε χορταίν'νε
(Με μιά γούρνα νερό δεν χορταίνουν˙ για όσους αγαπούν την κολακεία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
απανωλάκκι