ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσουτουρντίζω (ρ.) γατσ̑ιτουρντίζου [ɣatʃiturˈdizu] Μισθ. γατσ̑ουτουρντίζου [ɣatʃuturˈdizu] Μισθ. Aπό το τουρκ. ρ. kaçırtmak = προκαλώ την φυγάδευση, την λιποταξία κάποιου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φυγαδεύω : Τίαλ' να γενεί, λω 'γώ, τiάλ' να σi γατσ̑ιτουρντίσουμ' να φύεις; (Πώς θα γίνει, λέω εγώ, πώς να σε φυγαδεύσουμε να φύγεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ