κατσουτουρντίζω
(ρ.)
γατσ̑ιτουρντίζου
[ɣatʃiturˈdizu]
Μισθ.
γατσ̑ουτουρντίζου
[ɣatʃuturˈdizu]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ρ. kaçırtmak = προκαλώ την φυγάδευση, την λιποταξία κάποιου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φυγαδεύω
:
Τίαλ' να γενεί, λω 'γώ, τiάλ' να σi γατσ̑ιτουρντίσουμ' να φύεις;
(Πώς θα γίνει, λέω εγώ, πώς να σε φυγαδεύσουμε να φύγεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ