ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσουρντίζω (ρ.) qατσουρτίζω [qatsurˈtizo] Μαλακ. γατσ̑ουρντίζω [ɣatʃurˈdizo] Φάρασ. γατσ̑ουρτίζου [ɣatʃurˈtizu] Φάρασ. γατσ̑ουρντάω [ɣatʃurˈdao] Φάρασ. γατσ̑ουρτάω [ɣatʃurˈtao] Φάρασ. Αόρ. qατσούρ'σα [qaˈtsursa] Μαλακ. κ͑ατσ̑ι̂́ρσα [kʰaˈtʃɯrsa] Ουλαγ. γκατσι̂́ρτσα [gaˈtsɯrtsa] Σεμέντρ. Aπό το αόρ. kaçırtı του τουρκ. ρ. kaçırmak = φυγαδεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. κατσιρδίζω = αφήνω κάποιον ή κάτι να μου ξεφύγει (Mackridge 2021: 32). Η λ. και Α.Θράκ. με τύπ. κατσιρντίζω.
1. Φυγαδεύω κάποιον, διευκολύνω την φυγή του ό.π.τ. : || Φρ. Το μελό τ’ γκατσι̂́ρτσιν (Έδιωξε το μυαλό του˙ τρελάθηκε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280
2. Τρέπω σε φυγή Ουλαγ. : Πατισ̑αχιού τ' ντ' ασκέρια κ͑ατσ̑ι̂́ρσεν ντα (Του βασιλιά του τα στρατεύματα τα έτρεψε σε φυγή) Ουλαγ. -Dawk.