κατσιάζω
(ρ.)
κατσ̑άζω
[kaˈtsçazo]
Γούρδ., Σινασσ.
Νεότ. ρ. κατσιάζω, αμφιβόλου ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ρ. καρτσάζω < καρτιάζω.
Κατσιάζω, κάνω κάτι να χάσει την λάμψη, την φρεσκάδα του
Γούρδ.
:
Τα μαλλιά τ’ κατσ̑ασμένα ’νdαι με τα μέρες, γκρεύουν λούσιμο
(Τα μαλλιά του είναι κατσιασμένα (ρυπαρά) με τις μέρες, θέλουν λούσιμο)
Γούρδ.
-Καράμπ.