κάτσιμο
(ουσ. ουδ.)
κάτσιμο
[ˈkatsimo]
Αξ.
κάτσ̑ιμο
[ˈkatʃimo]
Ανακ.
κάτσιμου
[ˈkatsimu]
Μισθ.
Γεν. Εν.
κατσ̑ιμάτου
[katʃiˈmatu]
Μισθ.
κατσ̑ιμάτ’
[katʃiˈmat]
Μισθ.
Από το ρ. κάθομαι και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθίσματος
Αξ., Μισθ.
:
Μι δου κάτσιμου που έκατσ̑α, μι δου γκώλου γλύστρησα ντου πτάρ’ οπίσ’
(με το κάτσιμο που κάθησα με τον κώλο, γλύστρισα το πόδι μου πίσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Καθισιό
Ανακ., Μισθ.
:
Όλη μέρα δου μελός τ' σου κάτσιμου
(όλη μέρα στο μυαλό του το καθισιό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροπή ντέ 'νι ντουλειά, ντροπή νι ντου κάτσ̑ιμου
(Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι το καθισιό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κατσ̑ιμάτου ντου σπίτ’
(το σπίτι του καθισιού˙ το καθιστικό δωμάτιο όπου διέμενε η οικογένεια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πααίνισκαν σο κάτσ̑ιμο
(πήγαιναν στο καθισιό˙ λεγόταν όταν οι γυναίκες πήγαιναν για νυχτερινή συγκέντρωση στο σπίτι γειτόνισσας για να πλέξουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.