ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτσιμο (ουσ. ουδ.) κάτσιμο [ˈkatsimo] Αξ. κάτσ̑ιμο [ˈkatʃimo] Ανακ. κάτσιμου [ˈkatsimu] Μισθ. Γεν. Εν. κατσ̑ιμάτου [katʃiˈmatu] Μισθ. κατσ̑ιμάτ’ [katʃiˈmat] Μισθ. Από το ρ. κάθομαι και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθίσματος Αξ., Μισθ. : Μι δου κάτσιμου που έκατσ̑α, μι δου γκώλου γλύστρησα ντου πτάρ’ οπίσ’ (με το κάτσιμο που κάθησα με τον κώλο, γλύστρισα το πόδι μου πίσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Καθισιό Ανακ., Μισθ. : Όλη μέρα δου μελός τ' σου κάτσιμου (όλη μέρα στο μυαλό του το καθισιό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τροπή ντέ 'νι ντουλειά, ντροπή νι ντου κάτσ̑ιμου (Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι το καθισιό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Κατσ̑ιμάτου ντου σπίτ’ (το σπίτι του καθισιού˙ το καθιστικό δωμάτιο όπου διέμενε η οικογένεια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πααίνισκαν σο κάτσ̑ιμο (πήγαιναν στο καθισιό˙ λεγόταν όταν οι γυναίκες πήγαιναν για νυχτερινή συγκέντρωση στο σπίτι γειτόνισσας για να πλέξουν) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Για τουντούρι, χώνεμα, κατακάθισμα Αξ. βλ. κάθομαι