κατσηφάρα
(ουσ. θηλ.)
κατσηφάρα
[katsiˈfara]
Σινασσ.
κατσ̑ηφάρα
[katʃiˈfara]
Μισθ.
κατσ̑ηβάρα
[katʃiˈvara]
Μισθ.
Από το μεσν. κατσηφάρα = ομίχλη (< κατσηφιά και παραγωγ. επίθμ. -άρα).
2. Στενοχώρια, πλήξη
Σινασσ.