ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσηφάρα (ουσ. θηλ.) κατσηφάρα [katsiˈfara] Σινασσ. κατσ̑ηφάρα [katʃiˈfara] Μισθ. κατσ̑ηβάρα [katʃiˈvara] Μισθ. Από το μεσν. κατσηφάρα = ομίχλη (< κατσηφιά και παραγωγ. επίθμ. -άρα).
1. Ομίχλη Μισθ. Συνών. αντάρα, ντουμάνι :2, όμουχλα, πουσλούχ
2. Στενοχώρια, πλήξη Σινασσ.