αντάρα
(ουσ. θηλ.)
ανdάρα
[anˈdara]
Μισθ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ἀντἀρα.
Καταχνιά
ό.π.τ.
:
Έπισιν ανdάρα
(Έπεσε ομίχλη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Σηκώθη η ανdάρα ’ποπάνου μου
(Σηκώθηκε η καταχνιά από πάνω μου˙ όταν εκλείπει μιά αιτία στεναχώριας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κατσηφάρα :1, ντουμάνι :2, όμουχλα, πουσλούχ, πούσι :1
Τροποποιήθηκε: 06/02/2025