ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντάρα (ουσ. θηλ.) ανdάρα [anˈdara] Μισθ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. ἀντἀρα.
Καταχνιά ό.π.τ. : Έπισιν ανdάρα (Έπεσε ομίχλη) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Σηκώθη η ανdάρα ’ποπάνου μου (Σηκώθηκε η καταχνιά από πάνω μου ˙ όταν εκλείπει μιά αιτία στεναχώριας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κατσηφάρα, ντουμάνι, όμουχλα, πουσλούχ