ανταλλαγή
(ουσ. θηλ.)
ανdαλλαή
[andalaˈi]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ἀνταλλαγή. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924
ό.π.τ.
:
Σήκωσ̑ά μας, ποίκα μας ανdαλλαή, σα σπίτια μας Τούρκα κάθονdαι
(Μας σήκωσαν, μας έκαναν ανταλλαγή, στα σπίτια μας κάθονται Τούρκοι)
Ανακ.
-Cost.
Έφ'χαν τα μέτερ' αρχιώπ' μετ' εκείνο το φερμάν' τ' ανdαλλαής
(Έφυγαν οι δικοί μας οι άνθρωποι με εκείνη την Συνθήκη της ανταλλαγής)
Αξ.
-Παυλίδ.
Αυτοί οι Τούρτσ̑οι υποστήριζάν μες τα παρέξω τις κλέφτοι, τις γαλνούδες σωστού να 'ινεί ανdαλλαή
(Αυτοί οι Τούρκοι μας υποστήριζαν εκτός από τους κλέφτες, τους φονιάδες, μέχρι να γίνει η ανταλλαγή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μο την Ανταλλαή ήρτανι σο Γουζάνη
(Με την Ανταλλαγή ήρθανε στην Κοζάνη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
μουμπαντελέ