ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανοιξιάτικος (επίθ.) νιανοιξ̑άτικου [ɲaniˈkʃatiku] Μισθ. νενοιξ̑άτικου [neniˈkʃatiku] Τσαρικ. Από το ουσ. άνοιξη και παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος. Το αρκτ. ν- λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ., και η ουράνωση πιθ. λόγω αφομ. με το ακόλουθη συλλ. [ni].
Ανοιξιάτικος ό.π.τ. : Φυσά νιανοιξ̑άτικου κυριός (Φυσάει ανοιξιάτικος αέρας) Μισθ. -Κοτσαν. Νενοιξ̑άτικου σπέρσιμου (Ανοιξιάτικη σπορά) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ανοιξιμιάτικος, ανοιξιμιός