ανοιξιάτικος
(επίθ.)
νιανοιξ̑άτικου
[ɲaniˈkʃatiku]
Μισθ.
νενοιξ̑άτικου
[neniˈkʃatiku]
Τσαρικ.
Από το ουσ. άνοιξη και παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος. Το αρκτ. ν- λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ., και η ουράνωση πιθ. λόγω αφομ. με το ακόλουθη συλλ. [ni].
Ανοιξιάτικος
ό.π.τ.
:
Φυσά νιανοιξ̑άτικου κυριός
(Φυσάει ανοιξιάτικος αέρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νενοιξ̑άτικου σπέρσιμου
(Ανοιξιάτικη σπορά)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ανοιξιμιάτικος, ανοιξιμιός