άνοιγμα
(ουσ. ουδ.)
ἀνοισμα
[ˈanizma]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. ἄνοιγμα. Ο τύπ. άνοισμα από το θ. ανοισ- του τύπ. ανοίζω.
Άνοιγμα
ό.π.τ.