ανλατουρντίζω
(ρ.)
ανλατι̂ρντι̂́ζω
[anlatɯrˈdɯzo]
Αραβαν.
αγνατι̂ρντίζω
[aɣnatɯrˈdizo]
Μαλακ.
ανgλατουρντίζου
[aŋglaturˈdizu]
Μισθ.
αγλατουρτίζω
[aɣlaturˈtizo]
Σινασσ.
Αόρ.
ανλατι̂́ρσα
[anlaˈtɯrsa]
Μαλακ.
αγνατι̂́ρσα
[aɣnaˈtɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. anlatırmak (παλαιότ. aŋlatırmak) = κάνω κάποιον να καταλάβει (< anlatmak = εξηγώ, αφηγούμαι, περιγράφω).
Προσπαθώ να κάνω κάποιον να καταλάβει, εξηγώ
ό.π.τ.
:
Ανλατι̂́ρσαν σο πατισ̑άχο τσ̑ι είπαν
(Εξήγησαν στον βασιλιά τι είπαν)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
ανλατώ