ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανλατουρντίζω (ρ.) ανλατι̂ρντι̂́ζω [anlatɯrˈdɯzo] Αραβαν. αγνατι̂ρντίζω [aɣnatɯrˈdizo] Μαλακ. ανgλατουρντίζου [aŋglaturˈdizu] Μισθ. αγλατουρτίζω [aɣlaturˈtizo] Σινασσ. Αόρ. ανλατι̂́ρσα [anlaˈtɯrsa] Μαλακ. αγνατι̂́ρσα [aɣnaˈtɯrsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. anlatırmak (παλαιότ. aŋlatırmak) = κάνω κάποιον να καταλάβει (< anlatmak = εξηγώ, αφηγούμαι, περιγράφω).
Προσπαθώ να κάνω κάποιον να καταλάβει, εξηγώ ό.π.τ. : Ανλατι̂́ρσαν σο πατισ̑άχο τσ̑ι είπαν (Εξήγησαν στον βασιλιά τι είπαν) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. ανλατώ