ανξουσλίχι
(ουσ. ουδ.)
ανξουζλίχ̇ι
[anksuzˈlixi]
Αφσάρ.
ανξουζλι-έχ̇ι
[anksuzˈliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ansızlık = θράσος, αγένεια. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Αναστασιάδη (1980: 42) από το τουρκ. ουσ. aksilik = α) αναποδιά, ατυχία β) αναποδιά, κακός χαρακτήρας.
Στρυφνάδα
ό.π.τ.