ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανξουσλίχι (ουσ. ουδ.) ανξουζλίχ̇ι [anksuzˈlixi] Αφσάρ. ανξουζλι-έχ̇ι [anksuzˈliˈexi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ansızlık = θράσος, αγένεια. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Αναστασιάδη (1980: 42) από το τουρκ. ουσ. aksilik = α) αναποδιά, ατυχία β) αναποδιά, κακός χαρακτήρας.
Στρυφνάδα ό.π.τ.