ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανοιχτός (επίθ.) ανοιχτό [aniˈxto] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τζαλ., Φερτάκ., Φλογ. ανεχτό [aneˈxto] Μισθ. 'νεχτό [neˈxto] Φάρασ. Θηλ. αν̑οιχτσ̑ή [aɲixˈtʃi] Σίλ. Μεταγν. επίθ. ἀνοικτός.
1. Ανοιχτός, αυτός που δεν είναι κλεισμένος ό.π.τ. : Αφήνουσ’ τσ̑η σύρα αν̑οιχτσ̑ή (Αφήνουν την πόρτα ανοιχτή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Öλϋγιΰ ντo έναν ντο ματ' αν έν' ανοιχτό παάζ' κανείσγια (Αν το ένα μάτι του νεκρού είναι ανοιχτό, κάποιος θα πάει στην ξενιτιά) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δα πιάνdζαρις τσόουν ανοιχτά (Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Σεράνdα μέρες της λοχούσας το μνήμα έν’ ανοιχτό (Για σαράντα μέρες είναι ανοιχτό το μνήμα της λεχώνας˙ για τους κινδύνους που διατρέχει η λεχώνα τις πρώτες σαράντα μέρες μετά τον τοκετό.) Ανακ., Τζαλ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Αφήκα θύρες ανοιχτές και κάπνες σκεπασμένες
αφήκα πένdε ορφανά σε πένdε δρόμους μέσα
((Άφησα πόρτες ανοιχτές και παράθυρα σκεπασμένα
άφησα πέντε ορφανά μέσα στους πέντε δρόμους))
Ανακ. -Αινατζ.
2. Ξεσκέπαστος ό.π.τ. : Öλϋγιΰ ντο χαράη νύχτα αφήνομ' ντο ανοιχτό (Το πρόσωπο του νεκρού την νύχτα το αφήνουμε ξεσκέπαστο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λαχτά το μύτα τ' σο σινί ασ' το κιότον ανοιχτό (Χώνει την μύτη της στο ταψί, αφού ήταν ξεσκέπαστο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Tου 'ρφανού του φσ̑όκκου ο κως έν' 'νεχτό (Του ορφανού του παιδιού ο κώλος είναι ξεσκέπαστος˙ τα ορφανά είναι απροστάτευτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.