ανοιξιμιός
(επίθ.)
ανοιξιμιός
[aniksiˈmɲos]
Αξ., Μισθ.
ανοιξιμνό
[aniksiˈmno]
Μαλακ.
ανοιξιμός
[aniksiˈmos]
Φάρασ.
νενοιξιμιό
[neniksiˈmɲo]
Σεμέντρ.
νενεξ̑ιμιό
[nenekʃiˈmɲo]
Αξ.
νεναξιμιό
[nenaksiˈmɲo]
Φλογ.
Από το ουσ. άνοιξη, όπου και τύπ. νένοιξ̑', νένεξ̑', και το παραγωγ. επίθμ. -ιμιός < -ιμαῖος.
1. Ανοιξιάτικος
ό.π.τ.
:
Νενεξ̑ιμιό βρεχός
(Ανοιξιάτικη βροχή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ανοιξιμό χαβάδε
(Τραγούδια της άνοιξης)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Ασμ.
Πράσινα φοραίνουν τζιπ τα ρουσία
γλυdζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία ((Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ανοιξιάτικος, ανοιξιμιάτικος
γλυdζ̑ιανέσκουν μο ’ζ’ ανοιξιμούς τα χλία ((Πράσινα φοράνε όλα τα δάση
γλυκαίνουν με τις ανοιξιάτικες ζέστες)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ανοιξιάτικος, ανοιξιμιάτικος
β.
To ουδ. ως ουσ., καρπός που σπερνόταν την άνοιξη
Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ.
:
Nεναξεμιού γέλ’μα
(Ανοιξιατικο στάρι
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Ανοιξιμιά σπέριξαμ', μοχόπωρο μοχοπωρ'νά
(Σπέρναμε ανοιξιάτικα, το φθινόπωρο σπέρναμε φθινοπωρινά
)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
2. Καλοκαιρινός
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ανοιξιμός παρούλε, σ̑ειμωνούζ μαρούλε
(Καλοκαιριού παλιούρια, χειμώνα μαρούλια˙ ό,τι περιφρονούμε το καλοκαίρι είναι πολύτιμο τον χειμώνα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καλοκαιριανός, καλοκαιρινός