ανλατώ
(ρ.)
ανgλατώ
[aŋglaˈto]
Σίλ.
ανgνατώ
[aŋgnaˈto]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. anlatmak (αόρ. anlattı) = α) εξηγώ β) αφηγούμαι γ) περιγράφω.
Αφηγούμαι, εξηγώ
Σίλ.
:
Παιρί ανgλατά τ’ ούλου τ’ μεσελέ
(Το παιδί του αφηγείται όλη την υπόθεση)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
ανλατουρντίζω, λέγω