ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανλατώ (ρ.) ανgλατώ [aŋglaˈto] Σίλ. ανgνατώ [aŋgnaˈto] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. anlatmak (αόρ. anlattı) = α) εξηγώ β) αφηγούμαι γ) περιγράφω.
Αφηγούμαι, εξηγώ Σίλ. : Παιρί ανgλατά τ’ ούλου τ’ μεσελέ (Το παιδί του αφηγείται όλη την υπόθεση) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. ανλατουρντίζω, λέγω