λέγω
(ρ.)
λέγω
[ˈleɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Φάρασ., Φλογ.
λέγου
[ˈleɣu]
Μισθ., Σίλ.
λεώ
[ˈleo]
Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
λέου
[ˈleu]
Μισθ.
γ' Εν.
λέγ'
[leʝ]
Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
λέχ̑’'
[leç]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
λέει
[ˈlei]
Φλογ.
λέ'
[le]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
Πληθ.
λέμι
[ˈlemi]
Φάρασ.
λεμ'
[lem]
Αξ.
λέμεστ'
[ˈlemest]
Τροχ.
γ' Πληθ.
λέουν
[ˈleun]
Αξ.
λένε
[ˈlene]
Ανακ.
λένι
[ˈleni]
Μαλακ.
λεν
[len]
Αξ., Αραβαν., Τελμ., Φλογ.
Παρατατ.
έλεα
[ˈelea]
Ανακ.
ήλεγα
[ˈileɣa]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Τροχ.
λέγισκα
[ˈleʝiska]
Γούρδ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ.
λέισ̑κα
[ˈleiʃka]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Τσελτ., Φερτάκ.
λέιξα
[ˈleiksa]
Αραβ., Μισθ.
λέν'κα
[ˈlenka]
Φάρασ.
Αόρ.
είπα
[ˈipa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φλογ.
είbα
[ˈiba]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
έπα
[ˈepa]
Ουλαγ.
Υποτ.
είπω
[ˈipo]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
ειπώ
[iˈpo]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φάρασ.
πω
[po]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ.
χ̑πω
[cpo]
Αξ., Γούρδ.
Προστ. Εν.
είπε
[ˈipe]
Αξ., Φλογ.
πε
[pe]
Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
πες
[pes]
Γούρδ.
πέτι
[ˈpeti]
Σίλ.
Προστ. Πληθ.
πέστε
[ˈpeste]
Γούρδ.
πέτετ’
[ˈpetet]
Γούρδ.
πετέτ'
[peˈtet]
Αραβαν.
πέdε
[ˈpede]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Αρχ. ρ. λέγω = ομιλώ. Οι τύπ. λέω, ειπώ, πες μεσν. (Λεξ. Κριαρ.)
1. Λέγω, διατυπώνω κάτι στον προφορικό λόγο, μιλώ
ό.π.τ.
:
Εσέ το λέγω
(σε σένα μιλάω)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πετέτ’ το σελάμια
(πείτε του χαιρετίσματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ετό να σε πω, να γελάσεις όργο
(αυτό να σου πω, να γελάσεις λίγο)
Ανακ.
-Cost.
Ρωτάτε και μάχετ’, ούλα τα λόγια που λέγω αληχινά ‘νται
(ρωτάτε να μάθετε, όλα τα λόγια που λέω είναι αληθινά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τσ̑ι να σας πω κι εγώ; Άλλο τσ̑αρέ ντε βρίσ̑κω
(τι να σας απαντήσω εγώ, άλλη λύση δεν βρίσκω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άρχεψαν να γκελεdζ̑εύουν μι το κορίσ̑’ και λέισ̑καν τα ντέρτια τουν
(άρχισαν να μιλάμε με το κορίτσι και έλεγαν τα βάσανά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'πώσκαν έρσ̑ιτι, σε τα ειπώ
(όταν έρθει, θα του το πω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είπι δα σα Μισιώτικα
(πες τα στα μισθιώτικα, μίλα δηλ. την διάλεκτο του Μισθίου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το ντε ξεύρεις με τα λες
(αυτό που δεν ξέρεις μην το λες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετό το γκελετζ̑ί τσ̑ις τα είπεν;
(Αυτή την κουβέντα ποιος την είπε;)
Τελμ.
-Dawk.
Άκουε και ανλάdιζε τσ̑ι λέισ̑καν
(άκουγε και καταλάβαινε τι λένε, σε τι αναφέρονται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Παραφορτούματα λέισ̑καν
(Παράπονα έλεγαν˙ παραπονιόνταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Κόρη μου, λέγω τα σένα, νυφίτσα μου, ν'dα πάρ’ συ
(κόρη μου, τα λέω σε εσένα, νύφη μου, να τα πάρεις εσύ˙ για παρατήρηση την οποία απευθύνουμε σε τρίτο πρόσωπο ώστε να την ακούσει ο άμεσα ενδιαφερόμενος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκελετζεύω, λαλώ, μιλώ
β.
Ειδικότ., το βασικό ρήμα με το οποίο μεταφέρονται στον πλάγιο ή ευθύ λόγο τα λόγια που λέει ή είπε κάποιος
ό.π.τ.
:
Λέ’ «ε Παναΐα μ’ ποίκι χτάρ’, ας γουλτώσου απ’ σ̑κυλιού τα χέρια»
(λέει «ε Παναγία μου, κάνε με πέτρα, ας γλιτώσω από του σκυλιού τα χέρια»
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τέτε, λέγω, ντέζ’ με λίγο γεμέκ να ο φάγω με το ψωμί μ’
(θεία, λέω, δώσε μου λίγο φαγητό να το φάω με το ψωμί μου
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ύστερα το κορίσ̑’ λεχ̑’: «Ετά ντα παράδια απού ντα qαζάν’σες;»
(Ύστερα το κορίτσι λέει «Aυτά τα λεφτά πώς τα απέκτησες;
)
Φλογ.
-Dawk.
Έδειξε Θεὀς το θἀγμα τ᾿. Τα αμαρτίε μας είναι, λέισ̑καμ’
(μας έδειξε ο Θεός το θαύμα το. Οι αμαρτίες μας είναι, λέγαμε
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πακέ ντέ σι ζορμόντσ̑α, λε, ας σ' αγκαλιστώ λίου, λέ'
(Παρασκευή δεν σε ξέχασα, λέει, ας σ' αγκαλιάσω λίγο, λέει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το ’μό δου γουσούρ’ ογώ ξέρου δου, λε, τι 'ο μποίκου, λε
(Το δικό μου το ελάττωμα το ξέρω, λέει, τι να το κάνω, λέει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
γ.
Χρησιμοποιώ λέξη ή φράση
ό.π.τ.
:
Λέιξι: «Να μ'αγαπάς, ντε μ'αγαπάς»
(Έλεγε: «Να μ’ αγαπάς, δεν μ’ αγαπάς»
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κες λάκ, όπ λέω, ντές με λερό
(Λακ όταν λεω, θα μου δίνεις νερό·
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντόκα σ’ Κερεόζ να λεζ ντάιμα
(δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ηλέαμ’ και μπαμbούλα να μη φωνάζουν
(λέγαμε (ενν. στα παιδιά) την λέξη μπαμπούλα για να μη φωνάζουν
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Είπα σε "καλησπέρα" και ούτε απάντηση δεν με έδωκες
(Σου είπα "καλησπέρα" και ούτε απάντηση δεν μου έδωσες
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
δ.
Αφηγούμαι, εξιστορώ
ό.π.τ.
:
Να μι ειπείς ένα μασ̑άλ' στα μισιώτικα;
(θα μου πεις ένα παραμύθι στα μισθιώτικα;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γιαγιά μου λέισ̑κεν πότε κοιμάται ένα τ͑ενεκές έπεσεν και φοβήθην
(Η γιαγια μου μας διηγόταν ότι ενώ κοιμόταν ένας ντενεκές έπεσε και φοβήθηκε
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τίχαλα, τίχαλα, πέτα μάς το γούζουμ καλομάνα!
(Πώς έγινε, πώς έγινε, πές τα μας γιαγιούλα!
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Χαρέ ’νανόστα α μεσελές, λέγκιν τα η επέ μου η Νερκίζα
(Τώρα θυμήθηκα μιά ιστορία, την έλεγε η γιαγιά μου η Νερκίζα
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
ε.
Τραγουδώ ή απαγγέλλω
κ.α., Μισθ., Φλογ.
:
Λέισ̑κεν παλιά τραώδια
(έλεγαν παλιά τραγούδια
)
Φλογ.
-Dawk.
Τι να είπει καμbρού ντου τραγώι;
(ποιος θα πει του γαμπρού το τραγούδι;
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το Ευαγγέλιο τούς τα λένgεις;
(το Ευαγγέλιο πώς το λες;
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Να πούμ’ Άι Βασίλ’ ντα κάλανdα
(να πούμε του Άγιου Βασίλη τα κάλαντα
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μαναχό τ', λέιξι ιτό ου τραγούδ'
(μοναχός του έλεγε αυτό το τραγούδι
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
ζ.
Πληροφορώ, ανακοινώνω, ειδοποιώ, αποκαλύπτω
ό.π.τ.
:
Το κορίσ̑’ είπε στο βαβά τ’ τ’ καμηλιοῦ χαbάρ’
(το κορίτσι είπε στον πατέρα της την είδηση του καμηλιού
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αμ μπέμ εκεί σο σπίτσ̑ κονdά, λέω σε τα
(όταν φτάσουμε κοντά στο σπίτι, θα στο πω, θα σε ειδοποιήσω
)
Τελμ.
-Dawk.
Φοβήσκι να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης οπ’ τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι μη τσ̑η σκοτώσ̑ει
(φοβήθηκε να το φανερώσει σον πατέρα της με την ιδέα μήπως τη σκοτώσει
)
Σίλ.
-Dawk.
Νά σε δώσω α χαbιgά αλτούνε, κανείνα μή ντα λες
(θα σου δώσω ένα σακί χρυσές λίρες, σε κανένα μη τον πεις
)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τα κρίματα ούλ-λα ‘ς το παπά ντεν ντα λέν
(τις αμαρτίες όλες στον παπά δεν τις λένε
˙
πρέπει να κρατάμε και μυστικά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ήρθε μιά και μ’ είπανε πήραν τον καλόν σου,
κι ήρθανε και άλλοι και είπανε βλογούν τον ποθητόν σου (ήρθε μιά και μου είπανε «πήραν τον αγαπημένο σου»
και ήρθανε κι άλλοι και είπαμε «παντρεύουν τον αγαπημένο σου) Σινασσ. -Αινατζ.
κι ήρθανε και άλλοι και είπανε βλογούν τον ποθητόν σου (ήρθε μιά και μου είπανε «πήραν τον αγαπημένο σου»
και ήρθανε κι άλλοι και είπαμε «παντρεύουν τον αγαπημένο σου) Σινασσ. -Αινατζ.
2. Ισχυρίζομαι κάτι
Αξ., Μισθ., ό.π.τ., Φάρασ.
:
Λαλά, άμ-μα εσ̑ύ ‘τσ̑ά ωζ ντερέ ήλεγες και εγελφό το έχεις και αγάπανες το
(καλά, εσύ ως τώρα έλεγες ότι τον έχεις αδελφό και ότι τον αγαπάς πολύ)
Αξ.
-Μαυροχ.
Φοήσαντι λέγκιντα να μου νάρτει ο σιρτλάγκους
(Έλεγαν ότι φοβόντουσαν μην έρθει ο μπαμπούλας)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Είπαν τσι ντου ναζλιάρι του πήρανι χώρα
(υποστήριζαν πως την γυναίκα μου την ναζιάρα την πήραν οι ξένοι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Διαδίδω τη φήμη
ό.π.τ.
:
Πέdε ντι κι, έφσαξαν ντα
(πείτε του (ενν. του βασιλιά), διαδώστε την φήμη ότι το έσφαξαν (ενν. το παιδί)
)
Φάρασ.
-Dawk.
Σαμπαχτά, ‘τομ bαραμούμ’, να χ̑πεις εγιώρτα εκείρτα «ντώκα το παράγια» […], να με μποίκεις πένdε παραγιού κονdά ‘ς χωριανίτες μας
(αύριο, όταν επιστρέψουμε, θα διαδίδεις εδώ κι εκεί «του έδωσα χρήματα» […], θα με ξεφτιλίσεις κοντά στους συγχωριανούς μας
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούλ' τέκνο μ' έχουν να λεν για τη Χριστίνα, έν' ένα κομμάτι μάλαγμα
(Όλοι παιδί μου έχουν να λένε για την Χριστίνα, είναι ένα κομμάτι μάλαμα
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ο κόσμος έν' κακός και ότι θέλ' λέγ'
(Ο κόσμος είναι κακός και λέει ό,τι θέλει
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
3. Ονομάζω αποκαλώ κάποιον ή κάτι με όνομα
ό.π.τ.
:
Ετό τι το λένε;
(αυτό πώς το λένε;)
Ανακ.
-Cost.
Ιμείς Καππεdοκία ντο ξεύρισ̑καμ’, Τούρτσ̑οι λέισ̑κάν ντου Εdιί
(εμείς Καππαδοκία το ξέραμα, οι τούρκοι το έλεγαν Εντιί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σο χωρίο μας ήτουν α πολύ αζγούνι νομάτ, λένgαντα ντελή Μποτός
(Στο χωριό μας ήταν ένας […] πολύ κακός άνθρωπος, τον έλεγαν Τρελό Πρόδρομο)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Παιδιού τ’ όνομα λέισ̑καν ντο Κωστανdήν
(του παιδιού το όνομα το έλεγαν Κωνσταντή)
Φλογ.
-Dawk.
Ήτουν α νομάτ’ς, λένκαν ντα Αστρατίν Χοτζ̑ά
(ήταν ένα άνθρωπος, τον ονομάζαν Ναστρατίν Χότζα)
Φάρασ.
-Dawk.
Λέισκαμ' ντου χουλιάρ’ το κουτάλ’
(λέγαμε χουλιάρι το κουτάλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου παιί είπιν δου αλτούν-τόπ'
(Το παιδί εννοούσε με την έκφραση "χρυσό τόπι")
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Παροιμ.
Λέγ’ το γαϊτούρ’ τον γκοκινιό κεφάλα
(λέει ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα˙ για όποιον αποδίδει τα δικά του ελαττώματα σε άλλους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
λαλώ
4. Σκέφτομαι, προτείνω, συμβουλεύω, εκφράζω μιά ἀποψη ή πρόθεση
Αξ., κ.α., Μισθ., Σινασσ.
:
-Τις να κάτσει μάνα; -Λέου να κάτσου ‘γώ
(ποιος θα κάτσει μάνα; -Λέω να κάτσω εγώ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Λέ’ να αφήκου μαλλιά μεγάλα
(σκέφτομαι να αφήσω μακριά μαλλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ογώ λέου να φύουμ’
(Εγώ λέω να φύγουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είπα και εγώ ας πάγω τα λαγήνια και ας πάγω στο τσ̑οσμά
(Σκέφτηκα κι εγώ ας πάρω τα κανάτια μου και ας πάω στη βρύση)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πέρασα απεδώ κι είπα ας μπω απέσω να διώ τί θιάνουν
(Περνούσα αποδώ, και είπα ας μπώ μέσα να δω τι κάνουν)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Εσ̑ύ είπε, εσ̑ύ άκου
(εσύ πες, εσύ άκου˙ όταν δεν δίνει κανείς προσοχή σε ό,τι λέμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ανανοούμαι, μπελεντίζω, ντυσυντίζω, χεσαπλαντίζω
5. Δίνω προφορική εντολή, ειδικά κατά τη μεταφορά στον πλάγιο λόγο της προσταγής κάποιου
ό.π.τ.
:
Είπε τα ας έρτ’
(πες του να έρθει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντευτέρα εχτιάρους λέ’ τ’ άλλη Ντευτέρα να ζέψουμ’ σα στάυα
(τη Δευτέρα ο πρόεδρος λέει την άλλη Δευτέρα να ζέξουμε τα αμάξια για τη μεταφορά των σταχυών)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είπι ντου τι να μποίκ’
(πες του τι να κάνει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άνα τεκλίφ, ένα σουφρά, να το χ̑πω, και να ανοιγεί
((έχω) άλλο θέμα (ενν. να συζητήσω): ἐνα μαντήλι, όποτε το διατάζω, να ανοίγει· )
Γούρδ.
-Dawk.
Μας τα είπεν βαβά μας, άμε, φέρε λαγούδια και bερdίκια
(μας πρόσταξε ο πατέρα μας «άμε, φέρε λαγούς και πέρδικες»)
Τελμ.
-Dawk.
Πατισ̑άχος έλυσε το μεντζ̑ιλίς και είπε ‘ς ούλ-λα να χαζιρλανdίσουν ως ταχύ σαbαχτάν
(ο βασιλιάς έλυσε το συμβούλιο και τους είπε να ετοιμαστούν ως το πρωί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
6. Στην προστακτ., στον τύπ. πες (και), υποθ. σύνδ., αν τυχόν
Φάρασ.
:
Πες τζ̑ου 'ρτε τσ̑είνος το έργον τζ̑ο πιτιέσε
(αν δεν ερχόταν εκείνος, η δουλειά δε θα τελείωνε)
Φάρασ.
-Ανδρ.