γκελετζεύω
(ρ.)
γκελετζ̑εύω
[ɟeleˈdʒevo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ.
γκελατζεύου
[ɟelaˈdzevu]
Μισθ.
γκιαλατζ̑εύου
[ɟalaˈdʒevu]
Μισθ.
κελετζ̑εύω
[celeˈdʒevo]
Μαλακ., Φλογ.
κελετσεύω
[celeˈtsevo]
Γούρδ.
καλατσεύω
[kalaˈtsevo]
Σίλατ., Φερτάκ.
καλαdζεύω
[kalaˈdzevo]
Σίλ., Φλογ.
καλατζ̑εύγου
[kalaˈdʒevɣu]
Σίλ.
κατζ̑εύω
[kaˈʤevo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κατσ̑εύω
[kaˈtʃevo]
Τσουχούρ.
γκελεύω
[ɟeleˈvo]
Τελμ.
Παρατατ.
γκιαλάτσιψα
[ɟaˈlatsipsa]
Μισθ.
κατσ̑εύκα
[kaˈtʃefka]
Τσουχούρ.
Αόρ.
γκελέτζ̑εψα
[ɟeˈledʒepsa]
Φάρασ.
κελέτζ̑εψα
[ceˈledʒepsa]
Φλογ.
Προστ. Εν.
γκελέτζ̑εψε
[ɟeˈledʒepse]
Αξ.
γκιαλάεψε
[ɟaˈlaepse]
Μισθ.
κάτζ̑επ͑'
[ˈkadʒepʰ]
Φάρασ.
Προστ. Πληθ.
γκελετζ̑έψετ'
[ɟeleˈdʒepset]
Αραβαν.
Από το ουσ. γκελετζί και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
1. Μιλάω
ό.π.τ.
:
Καλατσεύ' και κείται
(Μιλάει συνεχώς)
Σίλατ.
-Dawk.
Σκάσι, άλλου με γκιαλατσεύεις
(Σκάσε, μη μιλάς άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ποτέ έρουμαι, γκελέτζ̑εψα
(Ενώ ερχόμουν, μίλησα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μο ιδέ τσ̑αί 'στέρου κάτζ̑επ͑'
(Πρώτα δες και μετά μίλα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μισ̑ώτικα γκιαλάεψε!
(Μίλα μιστιώτικα!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μη γκελετζ̑εύεις, μη λαλείς
(Μη μιλάς, μη λαλάς)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Η νύφη παλί τούς ν'τα ειπεί; Ματέμ τζ̑ο κατσ̑εύ'κιν;
(Η νύφη πάλι πώς να τα πει, αφού δεν μιλούσε;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
τ͑αζό νύφη είσαι, τσ̑αι τζ̑ο κατζ̑εύ';
(Καινούργια νύφη είσαι και δεν μιλάς;˙ λέγεται για όσους σιωπούν, επειδή κατά το έθιμο οι νέες σύζυγοι από σεβασμό δεν μιλούσαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Χέσ' το χέρ' σ' 'ς καργιά σ' κι ονά γκιο̈ρέ γκελέτζ̑εψε
(Βάλε το χέρι σου στην καρδιά σου και ανάλογα μίλα˙ γι’ αυτόν που καταθέτει στο δικαστήριο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
λαλώ, λέγω, μιλέκνω, μιλώ
β.
Παραμιλώ
Σίλ.
:
Τούτους καλατζεύει του γιούπνουν του
(Αυτός παραμιλάει στον ύπνο του
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Συζητώ, συνομιλώ
ό.π.τ.
:
Γκιαλάτσιβα μη ντου γογξ̑ού μ'
(Συνομιλούσα με τον γείτονά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Με τίνα γκελετζεύεις;
(Με ποιον μιλάς;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήρτεν να γκελετζέψ̑'νε νταΐ
(Ήρθε για να μιλήσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κελέτζ̑εψαν λίγο, χάιdε, ας πάμ' σο χωριό
(Κουβέντιασαν για λίγο, άντε, ας πάμε στο χωριό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ποίσασ' γαβγά, ρέν καλατζ̑εύγουσ̑ι
(Καβγάδισαν, δεν μιλιούνται)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εσύ με το τσέλεμπη μ’ το Ανέστη γκελετζεψέτ’ το
(Εσύ με τον ανδράδελφό μου τον Ανέστη συζητήστε το)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Παροιμ.
Αν ξεύρισκα ούτσ̑α πολλά, να γκελετζ̑έψω ήτουν μι το Χεό
(Αν ήξερα τόσα πολλά, θα συνομιλούσα με τον Θεό˙ Απάντηση γι' αυτούς που ρωτούν συνεχώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να κάτενκα ατ͑σόν 'του πουά, α κατζ̑έψω μο το Θεό
(Αν ήξερα τόσα πολλά, θα μιλούσα με τον Θεό˙ απάντηση σε αυτούς που ρωτούν συνεχώς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κονουστούζω, συντυχαίνω
3. Λέω
ό.π.τ.
:
Τ' είν' ντου γκιαλατζεύεις, βρε λιαφρό;
(Τι είναι αυτά που λες, βρε ελαφρόμυαλε;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ψέματα μι 'ναι καλό να γκαλατζ̑έψεις, γιόξα αλ̑ήσεια μ';
(Ψέματα είναι καλό να λες ή αλήθεια;)
Σίλ.
-Dawk.JHS
|| Φρ.
Γκελετζεύω π͑αγιά
(Μιλώ παχιά˙ λέω μεγάλα λόγια)
Αξ.
-Μαυροχ.
Κατζ̑εύω τα 'γώ, 'κούγω τα 'γώ
(Εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω˙ Όταν δεν μας δίνουν προσοχή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
λαλώ, λέγω