γκεζεκένα
(επίθ.)
γκεζεκένα
[ɟezeˈcena]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. gezeğen = περιπλανώμενος, αλήτης, και το θηλ. επίθμ. -α (TSS, λ. gezeğen).
Τριγυρίστρα
:
Χωριού κλωθού, γκεζεκένα, ίσαμε με το βράδυ ντέλεσαι
(Σουρτούκα του χωριού, τριγυρίστρα, τριγυρνάς μέχρι το βράδυ)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
κλωθού