γκεβεζελίκι
(ουσ. ουδ.)
γκεβεζελίκ'
[ɟevezeˈlik]
Μαλακ.
γκεβεζελίχ'
[ɟevezeˈlix]
Σινασσ.
κεβεζελίκι
[cevezeˈlici]
Φάρασ.
κα̈βα̈ζα̈λίκι
[cævæzæˈlici]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. gevezelik = φλυαρία.
Φλυαρία
ό.π.τ.
:
Tα γκεβεζελίχια αφήτε τα
(Τις φλυαρίες αφήστε τις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
μποσμπογαζλίκι