γκεβισλέτημα
(ουσ. ουδ.)
κεβισ̑λέτ’μα
[ceviʃˈletma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. γκεβισλετίζω, όπου και τύπ. κεβισ̑λέτίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Μηρυκασμός.
Συνών.
γκεβίς, κεβιστιέσιμα