γκεβρεκιάζω
(ρ.)
γκα̈βρα̈τσ̑άζου
[gævræˈtʃazu]
Μισθ.
Από το επίθ. γκεβρέκι, όπου και τύπ. γκα̈βρα̈́τσ̑', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Ξεραίνομαι, σκληραίνω
Συνών.
ξεραίνω :1, ξερώνω