γκεβένι
(ουσ. ουδ.)
γκεβέν'
[ɟeˈven]
Αξ.
κεβέν'
[ceˈven]
Τσουχούρ., Φερτάκ.
Πληθ.
κεβένια
[ceˈveɲa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. geven (και keven) = τραγάκανθα, είδος αγκαθωτού φυτού που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη.