ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεβένι (ουσ. ουδ.) γκεβέν' [ɟeˈven] Αξ. κεβέν' [ceˈven] Τσουχούρ., Φερτάκ. Πληθ. κεβένια [ceˈveɲa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. geven (και keven) = τραγάκανθα, είδος αγκαθωτού φυτού που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη.
Tραγάκανθα, είδος αγκαθωτού φυτού με κολλώδη χυμό που χρησιμοποιείται στην μελισσοκομία και στην υφαντική, αλλά και ως προσάναμμα Συνών. σίγρι, Πβ. κιτιρέ
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025