ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεβένι (ουσ. ουδ.) γκεβέν' [ɟeˈven] Αξ. κεβέν' [ceˈven] Τσουχούρ., Φερτάκ. Πληθ. κεβένια [ceˈveɲa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. geven (και keven) = τραγάκανθα, είδος αγκαθωτού φυτού που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη.
Tραγάκανθα, είδος αγκαθωτού φυτού με κολλώδη χυμό που χρησιμοποιείται στην μελισσοκομία και στην υφαντική, αλλά και ως προσάναμμα Συνών. σίγρι :2, Πβ. κιτιρέ