ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεζιντώ (ρ.) γκεζιντώ [ɟezinˈdo] Μαλακ. γκαζινdώ [gazinˈdo] Αξ. γαζινdώ [ɣazinˈdo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. gezinmek (αόρ. gezindi) = τριγυρνώ, σεργιανίζω.
Τριγυρνώ ό.π.τ. : Ιτό βασιλέγας να πάει να γκεζινdίσ̑'· λέ' να φέρ'νι του φέσι τ' του καλό τ' (Αυτός ο βασιλιάς πρόκειται να πάει περίπατο· λέει να του φέρουν το καλό του φέσι) Μαλακ. -Dawk. Συνών. ανακλώθω, κιβραντίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1