γκεζιντώ
(ρ.)
γκεζιντώ
[ɟezinˈdo]
Μαλακ.
γκαζινdώ
[gazinˈdo]
Αξ.
γαζινdώ
[ɣazinˈdo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. gezinmek (αόρ. gezindi) = τριγυρνώ, σεργιανίζω.
Τριγυρνώ
ό.π.τ.
:
Ιτό βασιλέγας να πάει να γκεζινdίσ̑'· λέ' να φέρ'νι του φέσι τ' του καλό τ'
(Αυτός ο βασιλιάς πρόκειται να πάει περίπατο· λέει να του φέρουν το καλό του φέσι)
Μαλακ.
-Dawk.
Συνών.
ανακλώθω, κιβραντίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1