γκεζιντώ
(ρ.)
γκεζιντώ
[ɟezinˈdo]
Μαλακ.
γκαζινdώ
[gazinˈdo]
Αξ.
γαζινdώ
[ɣazinˈdo]
Φάρασ.
Παρατατ.
γκιζίνdεινα
[ɟiˈzindina]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. gezinmek (αόρ. gezindi) = τριγυρνώ, σεργιανίζω.
Τριγυρνώ
ό.π.τ.
:
Ιτό βασιλέγας να πάει να γκεζινdίσ̑'· λέ' να φέρ'νι του φέσι τ' του καλό τ'
(Αυτός ο βασιλιάς πρόκειται να πάει περίπατο· λέει να του φέρουν το καλό του φέσι)
Μαλακ.
-Dawk.
Eίχαμε τα φορτηγά, και πού δε παίν’ς̑! ’ς όλ’ την Ελλάδα γκιζίνdειναμ’
(Είχαμε τα φορτηγά, και πού δεν πηγαίνεις! Σ' όλη την Ελλάδα τριγυρνούσαμε )
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ανακλώθω, κιβραντίζω, κλώθω, ντελάζομαι
Τροποποιήθηκε: 09/07/2025