ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελετζί (ουσ. ουδ.) γκελεdζ̑ί [ɟeleˈdʒi] Αραβαν., Σεμέντρ., Τελμ. τζ̑ελεdζ̑ί [dʒeleˈdʒi] Τελμ. γκαλαdζ̑ί [galaˈdʒi] Σίλ. καλαdζ̑ί [kalaˈdʒi] Σίλ. καdζ̑ί [kaˈdʒi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το παλαιό τουρκ. ουσ. keleci = λόγος, ομιλία, όπου και διαλεκτ. τύπ. geleci (Redhouse).
1. Λόγος, κουβέντα ό.π.τ. : Αμμά έγερ να 'ν̑εί κό σου τ' γκαλαdζ̑ί, 'γώ ούλα τα ρούχα σε τα ρώσου σένα (Αλλά αν γίνει αυτό που είπες εσύ, εγώ όλα μου τα ρούχα θα τα δώσω σε σένα) Σίλ. -Dawk.JHS Είπι μ' ρυό καλαdζ̑ά (Μου είπε δυο λόγια) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γώ για τ' ένα γκαλαdζ̑ί κι μόνη ρώκα μιά λίρα (Εγώ για μιά λέξη μόνο έδωσα μιά λίρα) Σίλ. -Dawk. Aς μή τα αρτι̂ρντι̂́ζουμ' τα γκελετζ̑ά (Ας μη τα σπαταλάμε τα λόγια, ας μην πολυλογούμε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούτσα τα γκελετζ̑ά καργιά μ' ντέν ντα σ̑ηκών' (Τέτοια λόγια δεν τα ανέχεται η καρδιά μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γιαβρούδια μ’, να σας πω ένα γκελεdζ̑ί, μα να το πιάσετε (Παιδιά μου, να σας πω έναν λόγο, αλλά να τον προσέξετε) Τελμ. -Dawk. Πολλά γκελετζ̑ά ντε γκρεύω (Δεν θέλω πολλά λόγια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ιού 'ς του γκελετζί απάν' (Εδώ πάνω στην κουβέντα) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Κόφτω το καdζ̑ί σου (Διακόπτω την ομιλία σου) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Δίτω καdζί (Δίνω λόγο˙ δίνω τον λόγο μου, υπόσχομαι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ρώνω καλανdζ̑ί (Δίνω λόγο˙ αρραβωνιάζω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Του ζενgίνη το μάλι, του φουκαρά τα καdζ̑ία (Του πλούσιου τα πλούτη, του φουκαρά τα λόγια˙ όσο και να κατηγορεί ο φτωχός, το γεγονός παραμένει ότι ο πλούσιος έχει πλούτη κι αυτός τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Του ούτι-ε 'ς χώρας τα καdζ̑ία, ίσάνι τζ̑ου 'ίνεται (Όποιος ακούει τα λόγια του κόσμου, άνθρωπος δεν γίνεται˙ Δεν προκόβει όποιος ενδιαφέρεται υπερβολικά για το τι θα πει ο κόσμος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. είπεμα, λακιρντί, λάλημα, γκελέτζεμα
2. Συζήτηση Φάρασ. : Σο κάdζ̑ί 'α βκούμε τσ̑ιπ του χωρού τα φσ̑άχε (Στην συζήτηση θα εμφανιστούμε όλα τα παιδιά του χωριού) -Θεοδ.Ιστ. Συνών. γκελέτζεμα :2
3. Αίνιγμα Τελμ. : Και είπεν ένα τοχάφ γκελεdζ̑ί, και γέλασεν (Και είπε ένα περίεργο αίνιγμα και γέλασε) Τελμ. -Dawk. Συνών. τεκελεμές