τεκελεμές
(ουσ. αρσ.)
τ͑εκ͑ελεμές
[tekʰeleˈmes]
Φάρασ.
Πληθ.
τεκ͑ελεμέδα̈
[tekheleˈmeðæ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tekerleme = α) παιδική ρίμα β) στερεότυπες φράσεις με τις οποίες ξεκινούν τα παραμύθια γ) διαλεκτ., παροιμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. tekelleme με αφομ. Λανθασμένη η ετυμολόγηση του Dawkins (1916: 649) από το τουρκ. tekellum.
1. Ιστορία, αφήγηση
Φάρασ.
:
Στάθου, να ειπώ τσ̑ι εγώ αν τεκελεμές
(Στάσου, θα πω κι εγώ μιά ιστορία)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Αίνιγμα
Φάρασ.
:
Είπα ατό του λέ' το κορίτσι του τεκελεμέ το μανέ
(Είπα την ερμηνεία του αινίγματος που λέει το κορίτσι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γκελετζί