ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκ (επίθ.) τ͑εκ [tʰek] Ανακ., Αξ., Σίλ., Φάρασ. Θηλ. τ͑έκισσα [ˈtʰecisa] Σίλ. Πληθ. τ͑έκια [ˈtʰeca] Σίλ. Από το τουρκ. tek = μόνος, μονός, ανυπέρβλητος. Ο τύπ. τ͑έκισσα από τον τύπ. τ͑εκ με παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
1. Μονός. Η λ. κυρ. στην φρ. : Τεκ μι, τσιφτ μι; (Μονά ζυγά < τουρκ. Tek mi? Çift mi? = μονά; ζυγά; ) Αξ. -Μαυροχ.
2. Μοναδικός, ασύγκριτος Φερτάκ.