τεκ
(επίθ.)
τ͑εκ
[tʰek]
Ανακ., Αξ., Σίλ., Φάρασ.
Θηλ.
τ͑έκισσα
[ˈtʰecisa]
Σίλ.
Πληθ.
τ͑έκια
[ˈtʰeca]
Σίλ.
Από το τουρκ. tek = μόνος, μονός, ανυπέρβλητος. Ο τύπ. τ͑έκισσα από τον τύπ. τ͑εκ με παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
1. Μονός. Η λ. κυρ. στην φρ.
:
Τεκ μι, τσιφτ μι;
(Μονά ζυγά < τουρκ. Tek mi? Çift mi? = μονά; ζυγά; )
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Μοναδικός, ασύγκριτος
Φερτάκ.