τεζαχτιάρης
(ουσ. αρσ.)
τεζαχτιάρης
[tezaˈxtçaris]
Ανακ.
Από το νεότ. ουσ. τεζακτιάρης (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. tezgâhtar =υπάλληλος.
Yπάλληλος καταστήματος επιφορτισμένος με το ζύγισμα των προς πώληση προϊόντων
Ανακ.