ταψί
(ουσ. ουδ.)
τ͑αψί
[tʰaˈpsi]
Σίλ.
τεψί
[teˈpsi]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
τ͑εψί
[tʰeˈpsi]
Ανακ., Δίλ., Σίλατ., Σίλ.
Αρσ.
τεψής
[teˈpsis]
Φάρασ.
Πληθ.
τεψιά
[teˈpsça]
Ανακ.
τεψίδια
[teˈpsiðʝa]
Ανακ.
Νεότ. ουσ. ταψί, το οπ. από το τουρκ. tepsi. Ο τύπ. τεψί νεότ.
Ταψί
ό.π.τ.
:
Φαημάτου τ͑αψί
(φαγητού ταψί, ταψί για φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παρλάχ τεψί
(γυαλιστερό ταψί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μι το γαϊβέ τ’ 'ντάμα ήφερεν ντο κι ένα τεψί μεϊβάρια
(με τον καφέ μαζί του έφερε κι ένα ταψί φρούτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Θεκνίgιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρό του τζαι φταίgιν α ζόρι φάγεμα
(βαζει μιά ποικιλία φαγητά στο ταψί μπροστά της και έκαμνε ένα θαυμάσιο γεύμα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μεϊdάν τ͑εψισί
(είδος μεγάλου ταψιού. Πβ. τουρκ. meydan tepsisi)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Παίρισ̑καν ένα ορφανό, βάλλισ̑καν πάνω ένα τ͑εψί
(Έπαιρναν ένα ορφανό, έβαζαν πάνω (στο κεφάλι του) ένα ταψί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Το φεγγάρι γένην τ͑εψί
(το φεγγάρι έγινε ταψί˙ το φεγγάρι γέμισε, έγινε πανσέληνος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.