ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταψί (ουσ. ουδ.) τ͑αψί [tʰaˈpsi] Σίλ. τεψί [teˈpsi] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. τ͑εψί [tʰeˈpsi] Ανακ., Δίλ., Σίλατ., Σίλ. Αρσ. τεψής [teˈpsis] Φάρασ. Πληθ. τεψιά [teˈpsça] Ανακ. τεψίδια [teˈpsiðʝa] Ανακ. Νεότ. ουσ. ταψί, το οπ. από το τουρκ. tepsi. Ο τύπ. τεψί νεότ.
Ταψί ό.π.τ. : Φαημάτου τ͑αψί (φαγητού ταψί, ταψί για φαγητό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παρλάχ τεψί (γυαλιστερό ταψί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μι το γαϊβέ τ’ 'ντάμα ήφερεν ντο κι ένα τεψί μεϊβάρια (με τον καφέ μαζί του έφερε κι ένα ταψί φρούτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Θεκνίgιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρό του τζαι φταίgιν α ζόρι φάγεμα (βαζει μιά ποικιλία φαγητά στο ταψί μπροστά της και έκαμνε ένα θαυμάσιο γεύμα) Φάρασ. -Παπαδ. Μεϊdάν τ͑εψισί (είδος μεγάλου ταψιού. Πβ. τουρκ. meydan tepsisi) Ανακ. -Κωστ.Α. Παίρισ̑καν ένα ορφανό, βάλλισ̑καν πάνω ένα τ͑εψί (Έπαιρναν ένα ορφανό, έβαζαν πάνω (στο κεφάλι του) ένα ταψί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Το φεγγάρι γένην τ͑εψί (το φεγγάρι έγινε ταψί˙ το φεγγάρι γέμισε, έγινε πανσέληνος) Ανακ. -Κωστ.Α.