ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταχτάς (ουσ. αρσ.) ταχτάς [taˈxtas] Σινασσ. τ͑αχτά [tʰaˈxta] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. Γεν. ταχταριού [tahtaˈrʝu] Αραβαν. Πληθ. ταχτάδια [taˈxtaðʝa] Σινασσ., Τελμ., Τροχ. ταχτάια [taˈxtaia] Μισθ. Νεότ. ουσ. ταχτά, το οπ. από το τουρκ. ουσ. tahta = σανίδα, ξύλο.
1. Σανίδα για διάφορες χρήσεις ό.π.τ. : Tο μεϊβά να το κόψ̑εις, να το βγάλεις ταχτάδια, και άσα ταχτάδια να ποίκεις σο φσ̑άχι̂ μ’ ένα νανούδ’ (Το δέντρο με τα φρούτα να το κόψεις και να βγάλεις ξύλα και από τα ξύλα να φτιάξεις στο παιδί μου μιά κούνια) Τελμ. -Dawk. Χέκου ντου ταχτά (του βάζω σανίδες) Μισθ. -Κοτσαν. Τριάνdα πόντους ταχτά (τριάντα πόντους σανίδα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κανά ντυό ταχτάια (κανά δυο σανίδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'πόμνι τ' γιαπού γιομάτου κραφιά κι ταχτά (Έμεινε το γιαπί γεμάτο καρφιά και σανίδια) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Χώστρας μας το ταχτά τσακώθηκε (Το ξύλο του αργαλειού μας έσπασε) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Γένις αν ντου ταχτά (έγινες σαν την λεπτή σανίδα˙ για άνθρωπο που αδυνάτισε υπερβολικά) Μισθ. -Κοτσαν. Ίσ̑α μι ντου χέρι μ’ ένα τ͑αχτά, απ’ ντου βουνί καταβάζ’ γουρούνια (ένα ξύλο ίσο με το χέρι μου, από το βουνό κατεβάζει γουρούνια˙ η χτένα και οι ψείρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ένα τ͑αχτά πάνω, ένα τ͑αχτά κάτω, μέση τ’ τσ̑είντι ένα οροπούσα (ένα ξύλο πάνω, ένα ξύλο κάτω, στη μέση βρίσκεται μιά πόρνη˙ η χελώνα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Γενικότερα, ξύλο ό.π.τ. : Σκάφ' μας οπ' τ͑αχτά ήτου (Η σκάφη μας ήταν από ξύλο ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. τ͑αχτά παπούτσια (παπούτσια από ξύλο ˙ τσόκαρα. Πβ. τουρκ.%i tahta pabuç%i = τσόκαρο) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντεξάρας ντου τ͑αχτά (της δοξάρα το ξύλο ˙ το ξύλο με το οποίο μεγάλωνε η κυρτότητα της δοξάρας) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Αλτινιού το χύρα, ταχταριού το χύρα νίσ̑κεται μεφτάτζ̑ (η πόρτα από χρυσάφι την πόρτα από ξύλο έχει ανάγκη ˙ κι ο ανώτερος χρειάζεται τη βοήθεια του κατώτερου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ίσ̑α μι ντου χέρι μ' ένα τ͑αχτά, απ' ντου βουνί καταβάζ' γουρούνια (Ίσα με το χέρι μου ένα ξύλο, από το βουνό κατεβάζει γουρούνια ˙ Το χτένι και οι ψείρες) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Σήμαντρο εκκλησίας Αξ., Ουλαγ., Φλογ. : Όπ' φαϊζ̑' ντο ταχτά, παίνου γιάφτου do ντο τσιρέκ (όταν χτυπά το σήμαντρο, πηγαίνουν και το ανάβουν το καντήλι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Το ταχτά φαϊετέ μι; (το σήμαντρο χτύπησε;˙ άρχισε η λειτουργία;) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Καμπάνα Μισθ., Φερτάκ. : Ντώκιν νεκκλησ̑άς τ͑αχτά, γήψε τσιράτσ̑ι (Χτύπησε της εκκλησίας η καμπάνα, άναψε το καντήλι ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Μονάδα μέτρησης του εμβαδού ίσο με 10 πρασίδια, δηλ. 5 στρέμματα Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
β. Μονάδα εμβαδού εκτάσεως 1/5 του στρέμματος Μαλακ.