ταχταδιώνας
(επίθ.)
ταχταδιώνας
[tahtaˈðʝonas]
Μαλακ., Σινασσ.
ταχταγιώνας
[taxtaˈʝonas]
Τσαρικ.
ταχτα’ιώνας
[tahtaiˈonas]
Μισθ.
Από το ουσ. ταχτάς και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ξύλινος
ό.π.τ.
:
Ντα χουλιάρια τσ̑όδαν ταχτα’ιώνας
(Τα κουτάλια ήταν ξύλινα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ξυλιώνας