τάχτι
(ουσ. ουδ.)
τάχτιν
[ˈtaxtin]
Φάρασ.
τ͑άχτ͑ι
[ˈtʰaxtʰi]
Φάρασ., Φκόσ.
τάχτι
[ˈtaxti]
Αξ., Φάρασ.
ταχτί
[taˈxti]
Φάρασ.
τάχτι̂
[ˈtaxtɯ]
Αραβαν.
τάχτ'
[taxt]
Αξ., Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. τάχτι (Mackridge 2021: 55) το οπ. από το τουρκ. ουσ. taht = θρόνος.
1. Θρόνος
ό.π.τ.
:
Κάθινέν ντα σον ντόπαν ντου σο τάχτι
(τον έβαλε να καθίσει στη θέση του στον θρόνο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ξυμνώθη ο βασιλός, φόρεσέν ντα σο σοqουqτζ̑ή τα ρούχα ντου, κάθινέν ντα σο ταχτί
(ο βασιλιάς γδύθηκε, φόρεσε τον στα ρούχα του, στον περιπλανώμενο τον κάθισε στον θρόνο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο βασιλός πήρεν το μή’ο, ’υρίστη, ήρτεν σο τάχτιν ντου
(ο βασιλιάς πήρε το μήλο, γύρισε, ήρθε στον θρόνο του· )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Όνdεκε ήρτε το σιρά τ’ και σ̑ύφτασε κοντά σο τάχτι τ’, έπ’κε ένα μέγα τεμεν-νάχ
(όταν έφτασε η σειρά του και πλησίασε στον θρόνο, έκανε μιά μεγάλη υπόκλιση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κά’ισαν ντο στο τάχτ, στο μέγαν το κάστρο
(τον έβαλαν να καθίσει στον θρόνο, στο μεγάλο κάστρο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Έπεσεν ασ' το τάχτι τ’
(έπεσε από τον θρόνο του˙ εκθρονίστηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Εξώστης, μπαλκόνι
Φκόσ.