ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάχτι (ουσ. ουδ.) τάχτιν [ˈtaxtin] Φάρασ. τ͑άχτ͑ι [ˈtʰaxtʰi] Φάρασ., Φκόσ. τάχτι [ˈtaxti] Αξ., Φάρασ. ταχτί [taˈxti] Φάρασ. τάχτι̂ [ˈtaxtɯ] Αραβαν. τάχτ' [taxt] Αξ., Αραβαν. Από το νεότ. ουσ. τάχτι (Mackridge 2021: 55) το οπ. από το τουρκ. ουσ. taht = θρόνος.
1. Θρόνος ό.π.τ. : Κάθινέν ντα σον ντόπαν ντου σο τάχτι (τον έβαλε να καθίσει στη θέση του στον θρόνο) Φάρασ. -Dawk. Ξυμνώθη ο βασιλός, φόρεσέν ντα σο σοqουqτζ̑ή τα ρούχα ντου, κάθινέν ντα σο ταχτί (ο βασιλιάς γδύθηκε, φόρεσε τον στα ρούχα του, στον περιπλανώμενο τον κάθισε στον θρόνο) Φάρασ. -Dawk. Ο βασιλός πήρεν το μή’ο, ’υρίστη, ήρτεν σο τάχτιν ντου (ο βασιλιάς πήρε το μήλο, γύρισε, ήρθε στον θρόνο του· ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Όνdεκε ήρτε το σιρά τ’ και σ̑ύφτασε κοντά σο τάχτι τ’, έπ’κε ένα μέγα τεμεν-νάχ (όταν έφτασε η σειρά του και πλησίασε στον θρόνο, έκανε μιά μεγάλη υπόκλιση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κά’ισαν ντο στο τάχτ, στο μέγαν το κάστρο (τον έβαλαν να καθίσει στον θρόνο, στο μεγάλο κάστρο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Έπεσεν ασ' το τάχτι τ’ (έπεσε από τον θρόνο του˙ εκθρονίστηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Εξώστης, μπαλκόνι Φκόσ.