ταχταμπόσι
(ουσ. ουδ.)
τ͑αχταπόσ̑ι
[tʰaxtaˈpoʃi]
Ανακ.
ταχταbόσ'
[taxtaˈbos]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tahtaboş (< περσ. taḫtapoş) = ξύλινο μπαλκόνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tahtapoş = ξύλινο μπαλκόνι/ξύλινο ράφι (Tietze 2019, λ. tahtaboş).