ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταχταμπόσι (ουσ. ουδ.) τ͑αχταπόσ̑ι [tʰaxtaˈpoʃi] Ανακ. ταχταbόσ' [taxtaˈbos] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. tahtaboş (< περσ. taḫtapoş) = ξύλινο μπαλκόνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tahtapoş = ξύλινο μπαλκόνι/ξύλινο ράφι (Tietze 2019, λ. tahtaboş).
Ξύλινο ράφι ή εντοιχισμένο ντουλάπι για γυάλινα είδη, σκεύη ό.π.τ. Πβ. γιουκλούκ, μουσάντρα :1